- ἐκξιφίζομαι
- ἐκξῐφίζομαι,A unsheathe the sword, Tz.H.3.134.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκξιφίζομαι — ἐκξιφίζομαι (Μ) βγάζω το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω … Dictionary of Greek
ἐκξιφισαμένου — ἐκξιφίζομαι unsheathe the sword aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)